- γνάφαλος
- γνάφαλος, ο (Α) [γνάπτω]ονομασία πτηνού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γνάφαλος — bird masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναφάλου — γνάφαλος bird masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναφάλων — γνάφαλος bird masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνάφαλοι — γνάφαλος bird masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνάφαλον — γνάφαλος bird masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)